αναχωρητικός

αναχωρητικός
-ή, -όν (AM ἀναχωρητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αγαπάει την απομάκρυνση από την ομαδική ζωή
2. αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή
3. αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναχωρητικός — disposed to retire masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναχωρητικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον αναχωρητή: Οι αναχωρητικές τάσεις στο χριστιανισμό άρχισαν να παρουσιάζονται μετά τον 3ο αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναχωρητικῶν — ἀναχωρητικός disposed to retire fem gen pl ἀναχωρητικός disposed to retire masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητικόν — ἀναχωρητικός disposed to retire masc acc sg ἀναχωρητικός disposed to retire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητικοῦ — ἀναχωρητικός disposed to retire masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητικῇ — ἀναχωρητικός disposed to retire fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητική — ἀναχωρητικός disposed to retire fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητικῶς — ἀναχωρητικός disposed to retire adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητικῷ — ἀναχωρητικός disposed to retire masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”